- προδείδω
- προδείδω, only [tense] aor.1 part. -δείσας,A fear prematurely, S.OT90.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προδείδω — Α φοβάμαι εκ τών προτέρων («οὔτ οὖν προδείσας εἰμὶ τῷγε νῡν λόγῳ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δείδω «φοβάμαι»] … Dictionary of Greek
προδείσας — προδείσᾱς , προδείδω fear prematurely aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)